- διαφλέγω
- V 0-0-0-1-0=1 Ps 82(83),15to burn up; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
διαφλέγω — (ΑΝ) 1. καίω εντελώς, κατακαίω 2. εξάπτω, ερεθίζω («θυμὸς αὐτοῑς παριστάμενος... διέφλεγε τὰς ψυχάς», Πλουτ., Μάριος) νεοελλ. θερμαίνω κάτι σ όλη του τη μάζα … Dictionary of Greek
διαφλέξει — διαφλέγω burn up aor subj act 3rd sg (epic) διαφλέγω burn up fut ind mid 2nd sg διαφλέγω burn up fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλεχθέντα — διαφλέγω burn up aor part pass neut nom/voc/acc pl διαφλέγω burn up aor part pass masc acc sg διαπλέκω weave aor part pass neut nom/voc/acc pl διαπλέκω weave aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφλεξάντων — διαφλέγω burn up aor part act masc/neut gen pl διαφλέγω burn up aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφλέγει — διαφλέγω burn up pres ind mp 2nd sg διαφλέγω burn up pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλεχθέν — διαφλέγω burn up aor part pass neut nom/voc/acc sg διαπλέκω weave aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφλεγόμενα — διαφλέγω burn up pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφλεγόμενοι — διαφλέγω burn up pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφλέγειν — διαφλέγω burn up pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφλέγεσθαι — διαφλέγω burn up pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφλέξειε — διαφλέγω burn up aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)